- εξακόντιση
- η (AM ἐξακόντισις) [εξακοντίζω]ορμητική βολή από μακριά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξακόντιση — η (κυριολ. και μτφ.), η ορμητική βολή, η εκσφενδόνιση, η εκτόξευση, ο εξακοντισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξακοντίσῃ — ἐξακοντίσηι , ἐξακόντισις ejaculation fem dat sg (epic) ἐξακοντίζω dart aor subj mid 2nd sg ἐξακοντίζω dart aor subj act 3rd sg ἐξακοντίζω dart fut ind mid 2nd sg ἐξακοντίζω dart aor subj mid 2nd sg ἐξακοντίζω dart aor subj act 3rd sg ἐξακοντίζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάβλυση — η (Α ἀνάβλυσις) [ἀναβλύζω] (για υγρά) αναπήδηση, εξακόντιση, ανάβρυση … Dictionary of Greek
αποστολή — η (ΑΜ ἀποστολή) [αποστέλλω] το να αποστέλλει κανείς κάτι νεοελλ. 1. σπουδαίο έργο προς εκτέλεση, σκοπός της ζωής, προορισμός 2. ομάδα προσώπων που στέλνονται κάπου για ορισμένο σκοπό, αντιπροσωπεία 3. χώρος ή κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη η… … Dictionary of Greek
αποτίναξη — η 1. ρίξιμο πράγματος μακριά με απότομη ώθηση, εκσφεδόνιση, εξακόντιση 2. αποβολή, απαλλαγή από δυσάρεστη κατάσταση («η αποτίναξη του ζυγού ήταν δύσκολο έργο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτινάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στα Έγγραφα Σαντορίνης) … Dictionary of Greek
εκπυρήνιση — η (AM ἐκπυρήνισις) η αφαίρεση τών πυρήνων από καρπούς νεοελλ. η εκρίζωση περιγεγραμμένου όγκου ή οργάνου αρχ. εκπίεση, εξακόντιση … Dictionary of Greek
εκτιναγμός — ο (Α ἐκτιναγμός) 1. εκτίναξη, εξακόντιση, εκσφενδόνιση 2. καθάρισμα τού σιταριού με λίχνισμα … Dictionary of Greek
εκτόξευση — η 1. η ενέργεια τού εκτοξεύω, βολή με τόξο 2. εκσφενδόνιση, εξακόντιση, εκτίναξη («εκτόξευση νερού») … Dictionary of Greek
εξακοντισμός — ο (AM ἐξακοντισμός) [εξακοντίζω] εξακόντιση … Dictionary of Greek
εξακοντιστικός — ή, ό αυτός που χρησιμεύει για εξακόντιση («εξακοντιστική συσκευή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακοντίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο ημερολόγιο Πανελλήνιος Σύντροφος] … Dictionary of Greek